χοιρείᾳ

χοιρείᾳ
χοιρείᾱͅ , χοίρειος
of a swine
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χοιρεία — χοιρείᾱ , χοίρειος of a swine fem nom/voc/acc dual χοιρείᾱ , χοίρειος of a swine fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοίρεια — χοίρειος of a swine neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιρείας — χοιρείᾱς , χοίρειος of a swine fem acc pl χοιρείᾱς , χοίρειος of a swine fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιρείαν — χοιρείᾱν , χοίρειος of a swine fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοίρει' — χοίρεια , χοίρειος of a swine neut nom/voc/acc pl χοίρειε , χοίρειος of a swine masc voc sg χοίρειαι , χοίρειος of a swine fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • рано — сравн. раньше, ранее; ранний, яя, укр. рано, ранок утро , блр. ранкi мн. утро , др. русск., ст. слав. рано ὄρθρον (Супр.), болг. рано, ранен, сербохорв. ра̏но, ра̑нӣ, словен rа̑n м., ranа ж., чеш. rano, rany, слвц. rano, rany, польск., в. луж.,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ορθαγορίσκος — ο (Α ὀρθαγορίσκος) νεοελλ. ζωολ. γένος ψαριών που το γνωστότερο είδος του έχει την κοινή ονομασία φεγγαρόψαρο αρχ. 1. χοιρίδιο που ακόμη θηλάζει 2. είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από το όν. τού τυράννου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”